Η κατάσταση την οποία βίωσε η Ελλάδα μεταξύ 2010-2012 έμοιαζε με αυτή που είχε αντιμετωπίσει μετά το κραχ του 1929, όταν ήταν ενταγμένη στο Σύστημα του Χρυσού Κανόνα, έχοντας συνδέσει τη δραχμή στη στερλίνα. Το κραχ που ξεκίνησε από τις ΗΠΑ εξελίχθηκε σε παγκόσμια κρίση και ύφεση, με αποτέλεσμα η Αγγλία να αναγκαστεί να…εγκαταλείψει το Σύστημα του Χρυσού Κανόνα (στις 21 Σεπτεμβρίου του 1931) και να προχωρήσει σε υποτίμηση του νομίσματός της κατά 35% έναντι του αμερικανικού δολαρίου.
Η εξέλιξη αυτή προκάλεσε σοκ στην αγγλόφιλη ελληνική κυβέρνηση, η οποία είχε επενδύσει τα τρία προηγούμενα χρόνια σε συναλλαγματικά αποθεματικά σε στερλίνα, με αποτέλεσμα οι απώλειες από την υποτίμηση του αγγλικού νομίσματος να είναι συντριπτικές για την ελληνική οικονομία, όπως ήταν και το πλήγμα στην πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας. Οι διεθνείς επενδυτές έχασαν την εμπιστοσύνη τους στα ελληνικά ομόλογα και άρχισαν να πωλούν περιουσιακά στοιχεία σε δραχμή, αυξάνοντας το κόστος κρατικού δανεισμού και κάνοντας δύσκολη την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους.
Με το 70% περίπου του εξωτερικού χρέους να είναι αγγλικών συμφερόντων, το αίτημα της ελληνικής κυβέρνησης για συγχώρεση χρέους απορρίφθηκε από τους Άγγλους τραπεζίτες. Έτσι, η κυβέρνηση ξεκίνησε την προσπάθεια για την υιοθέτηση μιας πολιτικής μηδενικών ελλειμμάτων, περικοπών στις δημόσιες δαπάνες και λιτότητας, ώστε να παραχθούν πρωτογενή πλεονάσματα για να καταστεί δυνατή η αποπληρωμή του χρέους. Παράλληλα, επέβαλλε περιορισμούς στην κίνηση των κεφαλαίων για να αποφύγει την απόσυρση των καταθέσεων από τις τράπεζες. Παρά τις ενδείξεις ότι η σκληρή λιτότητα προκειμένου να πληρωθούν οι δανειστές κατέστρεφε τη χώρα, η προσπάθεια για την καταγραφή πλεονασμάτων πήρε διαστάσεις μανίας και συντηρήθηκε μέχρι τελικής πτώσης της οικονομίας, όταν πια η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε την αποχώρηση από το Σύστημα του Χρυσού Κανόνα τον Απρίλιο του 1932.
Όπως ήταν αναμενόμενο, το εξωτερικό χρέος της Ελλάδας ως ποσοστό του ΑΕΠ της απογειώθηκε (πάνω από το 155% του ΑΕΠ) και, κατά συνέπεια, η εξυπηρέτησή του έγινε αδύνατη και η χώρα πτώχευσε. Έχοντας εξασφαλίσει ένα διάστημα ασφαλείας τριών περίπου ετών μέχρι την πλήρη κατάρρευση της Ελλάδας, οι δανειστές της φρόντισαν να απαλλαγούν από ένα σημαντικό τμήμα των ομολόγων που κατείχαν. Όταν πια η Ελλάδα προχώρησε σε «κούρεμα» του ελληνικού χρέους κατά 70%, οι απώλειές τους ήταν σχετικά περιορισμένες. Αυτό που είχε σημασία για τη χώρα, ωστόσο, ήταν το γεγονός πως η αναδιάρθρωση σε συνδυασμό με την υποτίμηση της δραχμής βοήθησαν στην ανάρρωση της ελληνικής οικονομίας και στην επιστροφή του ΑΕΠ στα προ κρίσης επίπεδα μέσα σε διάστημα τριών ετών.
Όπως και στο παρελθόν, έτσι και το 2010 η άρνηση για αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους δεν είχε ως στόχο τη λύτρωση της ελληνικής οικονομίας, αλλά την εξυπηρέτηση ξένων προς την Ελλάδα συμφερόντων. Οι κύριες προτεραιότητες της τρόικας ήταν η προστασία του ευρώ και συγκεκριμένων κρατών (Γαλλία, Γερμανία, Ελβετία, Αγγλία, ΗΠΑ), οι τράπεζες των οποίων ήταν εκτεθειμένες σε ελληνικό χρέος. Στόχος ήταν να κερδηθεί χρόνος και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, όπως παραδέχτηκε πλέον τον Ιούνιο του 2013 το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο σε έκθεσή του για την Ελλάδα, αποκρύφτηκε ότι το ελληνικό χρέος «ήταν με υψηλές πιθανότητες μη βιώσιμο» και τροποποιήθηκε το καταστατικό του ΔΝΤ, έτσι ώστε να μπορεί κατ’ εξαίρεση να συμμετάσχει στο δανεισμό της Ελλάδας, παρακάμπτοντας το κώλυμα της μη βιωσιμότητας του χρέους της, κάνοντας παράλληλα εκτιμήσεις για την πορεία της ελληνικής οικονομίας, οι οποίες ήταν εσκεμμένα μακριά από την πραγματικότητα. Πάνω στο θέμα της βιωσιμότητας ή μη του ελληνικού χρέους, λοιπόν, στήθηκε μια Διεθνής Πλάνη και μία Ελληνική Πλάνη.
Στο πλαίσιο της πρώτης, το ΔΝΤ και η ΕΕ έπεισαν τους φορολογούμενους των δεκάδων κρατών-μελών τους ότι η Ελλάδα δεν αντιμετώπιζε πρόβλημα πτώχευσης αλλά ρευστότητας, έτσι ώστε να αποδεχτούν την παροχή δανείων που θα επέτρεπαν στις ξένες τράπεζες να πωλήσουν τα ομόλογα που κατείχαν. Στο πλαίσιο της δεύτερης, τρόικα και ελληνική κυβέρνηση έπεισαν τους Έλληνες ότι υπήρχε λύση χωρίς την «καταστροφική» αναδιάρθρωση, για να τους πείσουν να υποστούν τεράστιες θυσίες ώστε να πληρωθούν κανονικά στις ξένες τράπεζες οι τόκοι και τα ομόλογα που έληγαν και επιπλέον να πληρωθούν οι τόκοι και τα δάνεια των επίσημων δανειστών.
Προκειμένου να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντα που υπηρετούν, ΔΝΤ και τρόικα «παραποίησαν» τα ελληνικά οικονομικά στοιχεία και παρέθεσαν, εν γνώσει τους, προβλέψεις οι οποίες ήταν «με πολύ υψηλές πιθανότητες» αδύνατον να επαληθευτούν. Έτσι, από τα «παραποιημένα» εκ μέρους της Ελλάδας οικονομικά στατιστικά στοιχεία περάσαμε σε αυτά εκ μέρους της τρόικας, με αποτέλεσμα η απώλεια της εμπιστοσύνης των αγορών να είναι αυτή τη φορά όχι απέναντι στα «Greek Statistics» («ελληνικά στατιστικά»), αλλά στις «Troika Forecasts» («προβλέψεις της τρόικας») και τελικά κανείς, ούτε οι αγορές ούτε τα ξένα κράτη ούτε οι διεθνείς επενδυτές αλλά ούτε και οι ίδιοι οι Έλληνες, πείστηκε ποτέ ότι το ελληνικό χρέος έγινε βιώσιμο και ότι η χώρα ξέφυγε από τους κινδύνους που την απειλούσαν. Όμως, όσο κανείς δεν εμπιστεύεται κανέναν, η κατάρα της ελεγχόμενης πτώχευσης διαρκείας για την Ελλάδα δεν θα σπάει και θα συνεχίζει να τη στοιχειώνει, εμποδίζοντας την ουσιαστική της ανάρρωση και παρατείνοντας το βασανιστήριό της.
Ειδικά μετά την πρόσφατη, πρωτόγνωρη, διένεξη ΔΝΤ και ΕΕ και τις αποκαλύψεις / παραδοχές / κατηγορίες του πρώτου για τον τρόπο που προσεγγίζεται το ελληνικό πρόβλημα, η πολύπλευρη κρίση εμπιστοσύνης αναμένεται να κλιμακωθεί και αυτό θα κάνει ακόμη δυσκολότερη την εύρεση πόρων για την κάλυψη των δημοσιονομικών και τραπεζικών χρηματοδοτικών κενών που αντιμετωπίζει η Ελλάδα και τα οποία εκτιμώνται ήδη σε δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ μέχρι το 2016. Αλλά η Ελλάδα δεν έχει άλλα περιθώρια αποτυχίας ούτε άλλα πλεονάσματα αντοχής. Κι αυτό συνεπάγεται την ανάγκη εύρεσης μιας άμεσης λύσης για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης απέναντι στην ελληνική οικονομία, η οποία και θα έρθει μόνο αν εξασφαλιστεί ότι η χώρα δεν πρόκειται ποτέ πια ούτε να πτωχεύσει από το δυσβάσταχτο χρέος της ούτε να καταρρεύσει από την εξαντλητική λιτότητα και την παρατεταμένη ύφεση ούτε να πνιγεί από την έλλειψη ρευστότητας ούτε να βρεθεί σε ελεύθερη πτώση σ’ ένα ή περισσότερα από τα χρηματοδοτικά κενά που την απειλούν.
Ιδανικά για την Ελλάδα μια τέτοια λύση θα περιλάμβανε μια νέα και τελευταία αναδιάρθρωση χρέους φέρνοντάς το άμεσα κοντά ή κάτω από το 60% του ΑΕΠ της, ώστε αυτό να μην ξεπεράσει το 90% του ΑΕΠ της όταν συμπεριληφθούν τα νέα δάνεια που θα χρειαστούν για την κάλυψη των χρηματοδοτικών κενών μέχρι το 2016 και επιπλέον θα εξασφάλιζε την ανάρρωση της ελληνικής οικονομίας μέσα από ένα νέο πρόγραμμα «αναπτυξιακής λιτότητας», το οποίο θα εξασφάλιζε την απαιτούμενη σύνεση στη διαχείριση των δημόσιων οικονομικών, αλλά και θα εκμεταλλευόταν όλα τα πλεονεκτήματα από την ελάφρυνση του χρέους και τη χαλάρωση της λιτότητας, ώστε να δοθεί ώθηση στην ανάκαμψη της οικονομίας. Ωστόσο, η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού χρέους βρίσκεται πλέον σε επίσημα χέρια και ένα γενναίο «κούρεμά» του είναι πολιτικά πολύ δύσκολο, ιδιαίτερα για χώρες όπως η Γερμανία που έχουν τα περισσότερα να χάσουν απ’ αυτό και όπου οι περισσότεροι πολίτες όχι μόνο δεν επιθυμούν μια διαγραφή ελληνικού χρέους, αλλά τάσσονται υπέρ της ολικής διακοπής του προγράμματος στήριξης της Ελλάδας.
Έτσι, ακόμη κι αν το μέλλον επιφυλάσσει μια αναδιάρθρωση του χρέους σε «επίσημους» δανειστές (OSI), το πιθανότερο είναι αυτή να γίνει σε «δόσεις» και με πικρά ανταλλάγματα (όπως το «κούρεμα» των τραπεζικών καταθέσεων), μετά από τις γνωστές μακρόσυρτες και με όλο το απαραίτητο δράμα ευρωπαϊκές διαδικασίες και, το κυριότερο, μόνο σε τέτοιο βαθμό, ώστε να απομακρυνθούν και όχι να εξαλειφθούν οι κίνδυνοι που απειλούν την ελληνική οικονομία. Και επειδή κάτι τέτοιο δεν θα έλυνε το πρόβλημα της πτώχευσης διαρκείας και όλα όσα αυτό επισύρει και συνεπάγεται, πρέπει να αναζητηθεί μια επικουρική λύση που να επιδιωχθεί άμεσα, ασχέτως του χρόνου, του μεγέθους και της επίτευξης ή μη ενός νέου «κουρέματος» του χρέους.
Μια λύση ρεαλιστική και ουσιαστική, που να ασφαλίζει την Ελλάδα απέναντι στους δανειστές της και να εξασφαλίζει το μέλλον της, θέτοντας τις βάσεις για την αρχή του τέλους της κρίσης και η οποία να μπορεί, όντως, να προκύψει μέσα από μια διαπραγμάτευση όπως αυτή για την οποία δεσμεύτηκε και εκλέχθηκε για να κάνει ο νυν πρωθυπουργός της χώρας, αλλά ποτέ δεν έκανε.
Η εξέλιξη αυτή προκάλεσε σοκ στην αγγλόφιλη ελληνική κυβέρνηση, η οποία είχε επενδύσει τα τρία προηγούμενα χρόνια σε συναλλαγματικά αποθεματικά σε στερλίνα, με αποτέλεσμα οι απώλειες από την υποτίμηση του αγγλικού νομίσματος να είναι συντριπτικές για την ελληνική οικονομία, όπως ήταν και το πλήγμα στην πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας. Οι διεθνείς επενδυτές έχασαν την εμπιστοσύνη τους στα ελληνικά ομόλογα και άρχισαν να πωλούν περιουσιακά στοιχεία σε δραχμή, αυξάνοντας το κόστος κρατικού δανεισμού και κάνοντας δύσκολη την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους.
Με το 70% περίπου του εξωτερικού χρέους να είναι αγγλικών συμφερόντων, το αίτημα της ελληνικής κυβέρνησης για συγχώρεση χρέους απορρίφθηκε από τους Άγγλους τραπεζίτες. Έτσι, η κυβέρνηση ξεκίνησε την προσπάθεια για την υιοθέτηση μιας πολιτικής μηδενικών ελλειμμάτων, περικοπών στις δημόσιες δαπάνες και λιτότητας, ώστε να παραχθούν πρωτογενή πλεονάσματα για να καταστεί δυνατή η αποπληρωμή του χρέους. Παράλληλα, επέβαλλε περιορισμούς στην κίνηση των κεφαλαίων για να αποφύγει την απόσυρση των καταθέσεων από τις τράπεζες. Παρά τις ενδείξεις ότι η σκληρή λιτότητα προκειμένου να πληρωθούν οι δανειστές κατέστρεφε τη χώρα, η προσπάθεια για την καταγραφή πλεονασμάτων πήρε διαστάσεις μανίας και συντηρήθηκε μέχρι τελικής πτώσης της οικονομίας, όταν πια η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε την αποχώρηση από το Σύστημα του Χρυσού Κανόνα τον Απρίλιο του 1932.
Όπως ήταν αναμενόμενο, το εξωτερικό χρέος της Ελλάδας ως ποσοστό του ΑΕΠ της απογειώθηκε (πάνω από το 155% του ΑΕΠ) και, κατά συνέπεια, η εξυπηρέτησή του έγινε αδύνατη και η χώρα πτώχευσε. Έχοντας εξασφαλίσει ένα διάστημα ασφαλείας τριών περίπου ετών μέχρι την πλήρη κατάρρευση της Ελλάδας, οι δανειστές της φρόντισαν να απαλλαγούν από ένα σημαντικό τμήμα των ομολόγων που κατείχαν. Όταν πια η Ελλάδα προχώρησε σε «κούρεμα» του ελληνικού χρέους κατά 70%, οι απώλειές τους ήταν σχετικά περιορισμένες. Αυτό που είχε σημασία για τη χώρα, ωστόσο, ήταν το γεγονός πως η αναδιάρθρωση σε συνδυασμό με την υποτίμηση της δραχμής βοήθησαν στην ανάρρωση της ελληνικής οικονομίας και στην επιστροφή του ΑΕΠ στα προ κρίσης επίπεδα μέσα σε διάστημα τριών ετών.
Όπως και στο παρελθόν, έτσι και το 2010 η άρνηση για αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους δεν είχε ως στόχο τη λύτρωση της ελληνικής οικονομίας, αλλά την εξυπηρέτηση ξένων προς την Ελλάδα συμφερόντων. Οι κύριες προτεραιότητες της τρόικας ήταν η προστασία του ευρώ και συγκεκριμένων κρατών (Γαλλία, Γερμανία, Ελβετία, Αγγλία, ΗΠΑ), οι τράπεζες των οποίων ήταν εκτεθειμένες σε ελληνικό χρέος. Στόχος ήταν να κερδηθεί χρόνος και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, όπως παραδέχτηκε πλέον τον Ιούνιο του 2013 το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο σε έκθεσή του για την Ελλάδα, αποκρύφτηκε ότι το ελληνικό χρέος «ήταν με υψηλές πιθανότητες μη βιώσιμο» και τροποποιήθηκε το καταστατικό του ΔΝΤ, έτσι ώστε να μπορεί κατ’ εξαίρεση να συμμετάσχει στο δανεισμό της Ελλάδας, παρακάμπτοντας το κώλυμα της μη βιωσιμότητας του χρέους της, κάνοντας παράλληλα εκτιμήσεις για την πορεία της ελληνικής οικονομίας, οι οποίες ήταν εσκεμμένα μακριά από την πραγματικότητα. Πάνω στο θέμα της βιωσιμότητας ή μη του ελληνικού χρέους, λοιπόν, στήθηκε μια Διεθνής Πλάνη και μία Ελληνική Πλάνη.
Στο πλαίσιο της πρώτης, το ΔΝΤ και η ΕΕ έπεισαν τους φορολογούμενους των δεκάδων κρατών-μελών τους ότι η Ελλάδα δεν αντιμετώπιζε πρόβλημα πτώχευσης αλλά ρευστότητας, έτσι ώστε να αποδεχτούν την παροχή δανείων που θα επέτρεπαν στις ξένες τράπεζες να πωλήσουν τα ομόλογα που κατείχαν. Στο πλαίσιο της δεύτερης, τρόικα και ελληνική κυβέρνηση έπεισαν τους Έλληνες ότι υπήρχε λύση χωρίς την «καταστροφική» αναδιάρθρωση, για να τους πείσουν να υποστούν τεράστιες θυσίες ώστε να πληρωθούν κανονικά στις ξένες τράπεζες οι τόκοι και τα ομόλογα που έληγαν και επιπλέον να πληρωθούν οι τόκοι και τα δάνεια των επίσημων δανειστών.
Προκειμένου να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντα που υπηρετούν, ΔΝΤ και τρόικα «παραποίησαν» τα ελληνικά οικονομικά στοιχεία και παρέθεσαν, εν γνώσει τους, προβλέψεις οι οποίες ήταν «με πολύ υψηλές πιθανότητες» αδύνατον να επαληθευτούν. Έτσι, από τα «παραποιημένα» εκ μέρους της Ελλάδας οικονομικά στατιστικά στοιχεία περάσαμε σε αυτά εκ μέρους της τρόικας, με αποτέλεσμα η απώλεια της εμπιστοσύνης των αγορών να είναι αυτή τη φορά όχι απέναντι στα «Greek Statistics» («ελληνικά στατιστικά»), αλλά στις «Troika Forecasts» («προβλέψεις της τρόικας») και τελικά κανείς, ούτε οι αγορές ούτε τα ξένα κράτη ούτε οι διεθνείς επενδυτές αλλά ούτε και οι ίδιοι οι Έλληνες, πείστηκε ποτέ ότι το ελληνικό χρέος έγινε βιώσιμο και ότι η χώρα ξέφυγε από τους κινδύνους που την απειλούσαν. Όμως, όσο κανείς δεν εμπιστεύεται κανέναν, η κατάρα της ελεγχόμενης πτώχευσης διαρκείας για την Ελλάδα δεν θα σπάει και θα συνεχίζει να τη στοιχειώνει, εμποδίζοντας την ουσιαστική της ανάρρωση και παρατείνοντας το βασανιστήριό της.
Ειδικά μετά την πρόσφατη, πρωτόγνωρη, διένεξη ΔΝΤ και ΕΕ και τις αποκαλύψεις / παραδοχές / κατηγορίες του πρώτου για τον τρόπο που προσεγγίζεται το ελληνικό πρόβλημα, η πολύπλευρη κρίση εμπιστοσύνης αναμένεται να κλιμακωθεί και αυτό θα κάνει ακόμη δυσκολότερη την εύρεση πόρων για την κάλυψη των δημοσιονομικών και τραπεζικών χρηματοδοτικών κενών που αντιμετωπίζει η Ελλάδα και τα οποία εκτιμώνται ήδη σε δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ μέχρι το 2016. Αλλά η Ελλάδα δεν έχει άλλα περιθώρια αποτυχίας ούτε άλλα πλεονάσματα αντοχής. Κι αυτό συνεπάγεται την ανάγκη εύρεσης μιας άμεσης λύσης για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης απέναντι στην ελληνική οικονομία, η οποία και θα έρθει μόνο αν εξασφαλιστεί ότι η χώρα δεν πρόκειται ποτέ πια ούτε να πτωχεύσει από το δυσβάσταχτο χρέος της ούτε να καταρρεύσει από την εξαντλητική λιτότητα και την παρατεταμένη ύφεση ούτε να πνιγεί από την έλλειψη ρευστότητας ούτε να βρεθεί σε ελεύθερη πτώση σ’ ένα ή περισσότερα από τα χρηματοδοτικά κενά που την απειλούν.
Ιδανικά για την Ελλάδα μια τέτοια λύση θα περιλάμβανε μια νέα και τελευταία αναδιάρθρωση χρέους φέρνοντάς το άμεσα κοντά ή κάτω από το 60% του ΑΕΠ της, ώστε αυτό να μην ξεπεράσει το 90% του ΑΕΠ της όταν συμπεριληφθούν τα νέα δάνεια που θα χρειαστούν για την κάλυψη των χρηματοδοτικών κενών μέχρι το 2016 και επιπλέον θα εξασφάλιζε την ανάρρωση της ελληνικής οικονομίας μέσα από ένα νέο πρόγραμμα «αναπτυξιακής λιτότητας», το οποίο θα εξασφάλιζε την απαιτούμενη σύνεση στη διαχείριση των δημόσιων οικονομικών, αλλά και θα εκμεταλλευόταν όλα τα πλεονεκτήματα από την ελάφρυνση του χρέους και τη χαλάρωση της λιτότητας, ώστε να δοθεί ώθηση στην ανάκαμψη της οικονομίας. Ωστόσο, η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού χρέους βρίσκεται πλέον σε επίσημα χέρια και ένα γενναίο «κούρεμά» του είναι πολιτικά πολύ δύσκολο, ιδιαίτερα για χώρες όπως η Γερμανία που έχουν τα περισσότερα να χάσουν απ’ αυτό και όπου οι περισσότεροι πολίτες όχι μόνο δεν επιθυμούν μια διαγραφή ελληνικού χρέους, αλλά τάσσονται υπέρ της ολικής διακοπής του προγράμματος στήριξης της Ελλάδας.
Έτσι, ακόμη κι αν το μέλλον επιφυλάσσει μια αναδιάρθρωση του χρέους σε «επίσημους» δανειστές (OSI), το πιθανότερο είναι αυτή να γίνει σε «δόσεις» και με πικρά ανταλλάγματα (όπως το «κούρεμα» των τραπεζικών καταθέσεων), μετά από τις γνωστές μακρόσυρτες και με όλο το απαραίτητο δράμα ευρωπαϊκές διαδικασίες και, το κυριότερο, μόνο σε τέτοιο βαθμό, ώστε να απομακρυνθούν και όχι να εξαλειφθούν οι κίνδυνοι που απειλούν την ελληνική οικονομία. Και επειδή κάτι τέτοιο δεν θα έλυνε το πρόβλημα της πτώχευσης διαρκείας και όλα όσα αυτό επισύρει και συνεπάγεται, πρέπει να αναζητηθεί μια επικουρική λύση που να επιδιωχθεί άμεσα, ασχέτως του χρόνου, του μεγέθους και της επίτευξης ή μη ενός νέου «κουρέματος» του χρέους.
Μια λύση ρεαλιστική και ουσιαστική, που να ασφαλίζει την Ελλάδα απέναντι στους δανειστές της και να εξασφαλίζει το μέλλον της, θέτοντας τις βάσεις για την αρχή του τέλους της κρίσης και η οποία να μπορεί, όντως, να προκύψει μέσα από μια διαπραγμάτευση όπως αυτή για την οποία δεσμεύτηκε και εκλέχθηκε για να κάνει ο νυν πρωθυπουργός της χώρας, αλλά ποτέ δεν έκανε.