Τον Αύγουστο του 1940, η Γερμανία είχε θέσει ήδη υπό τον έλεγχό της το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης και η Luftwaffe βομβάρδιζε ανηλεώς... (αλλά χωρίς αποτέλεσμα) την τελευταία εστία αντίστασης που είχε απομείνει στις Βρετανικές Νήσους. Παράλληλα, ο Χίτλερ κατέστρωνε το πλέον μεγαλεπήβολο από τα σχέδιά του - την εισβολή στη Σοβιετική Ενωση. Το φασιστικό καθεστώς της Ιταλίας όμως δεν είχε ανάλογες επιτυχίες να επιδείξει.
Ο Μουσολίνι χρειαζόταν επειγόντως μια γρήγορη και αποφασιστική νίκη, ώστε να ενισχύσει το κύρος του. Η Ελλάδα φάνταζε ιδανικός στόχος, καθώς θα εξυπηρετούσε και τα ιταλικά σχέδια για απόλυτη κυριαρχία στη Μεσόγειο. Από την «Καθημερινή», 6 Ιουνίου 2010 Εξάλλου, ουδέποτε σχεδόν κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα οι ελληνοϊταλικές σχέσεις υπήρξαν αρμονικές: από την κατάληψη των Δωδεκανήσων έως την αμφιλεγόμενη πολιτική της Ιταλίας έναντι της ελληνικής απόβασης στη Σμύρνη και από τον βομβαρδισμό της Κέρκυρας έως τη σταθερή υποστήριξη των αλβανικών θέσεων για την Ήπειρο, η Ρώμη δεν άφηνε καμία αμφιβολία ότι θεωρούσε την Αθήνα περιφερειακό της αντίπαλο.
Για να ξεκινήσει όμως ο πόλεμος, που τόσο επιζητούσε ο Μουσολίνι, χρειαζόταν μία αφορμή. Έτσι, ήδη από το 1939, άρχισαν οι αλλεπάλληλες ιταλικές προκλήσεις, με την ελπίδα ότι η Ελλάδα θα αντιδράσει σπασμωδικά. Εντούτοις, ο δικτάτορας Ιωάννης Μεταξάς δεν σήκωνε το γάντι, φροντίζοντας να θωρακίσει πρώτα την άμυνα της χώρας απέναντι σε έναν αντίπαλο με αριθμητικά πολλαπλάσιες δυνάμεις. Στις 15 Αυγούστου του 1940, οι προκλήσεις ξεπέρασαν κάθε όριο, με τον απρόκλητο τορπιλλισμό του καταδρομικού «Έλλη». Το γέρικο σκαρί υπέκυψε και όλα συνέτειναν πλέον στο συμπέρασμα ότι ο πόλεμος δεν θα αργούσε.
Η «εκδρομή στην Ελλάδα», που προσδοκούσε όμως ο Μουσολίνι, θα κατέληγε σύντομα σε ναυάγιο... Σειρά προκλήσεων Του Ζήση Φωτάκη, διδάκτωρ στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο Στο ξεκίνημα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η ναυτική σημασία του γεωγραφικού χώρου και στόλου της Ελλάδας δεν είχε την αντίστοιχη βαρύτητα που εμφάνιζε το καλοκαίρι του 1914. Το γεγονός αυτό που, εν πολλοίς, απέρρεε από την προτεραιότητα που απέδιδε η Μεγάλη Βρετανία στην προάσπιση των αυτοκρατορικών της συμφερόντων στον Ινδικό και τον Ειρηνικό Ωκεανό, τη ναυτική ρώμη του Γαλλικού Ναυτικού στη Μεσόγειο και την αρχική ουδετερότητα της Ιταλίας, γέννησε ίσως σε κάποιους την ελπίδα ότι η χώρα μας δεν θα χρειαζόταν να αναμειχθεί στον νέο αυτόν Αρμαγεδδώνα.
Τα πράγματα όμως άλλαξαν με την πτώση της Γαλλίας στον Άξονα και την έξοδο της Ιταλίας στον πόλεμο στο πλευρό της Γερμανίας τον Μάιο του 1940. Τους μήνες που ακολούθησαν, η καχυποψία του Μουσολίνι αναφορικά με τις γερμανοσοβιετικές επιδιώξεις στα Βαλκάνια, η πιθανότητα ότι ο αγγλικός στόλος θα κατέφευγε στα ελληνικά ύδατα στην περίπτωση που η αγγλοκρατούμενη Αίγυπτος κυριευόταν από τους Ιταλούς και ο προσανατολισμός της κυβέρνησης Μεταξά στην αγγλική πολιτική -κυριότερα δείγματα του οποίου υπήρξαν η αποδοχή της αγγλο-γαλλικής εγγύησης της Ελλάδας έναντι πιθανής απειλής από τον Άξονα (Απρίλιος 1939) και η άρνησή της να ανανεωθεί το Ελληνοϊταλικό Σύμφωνο Φιλίας και Συνεργασίας, τον Σεπτέμβριο του 1939- οδήγησαν στην ωρίμαση των επεκτατικών επιδιώξεων που έτρεφε, από παλιά, το φασιστικό καθεστώς της Ιταλίας εναντίον της χώρας μας.
Η προετοιμασία του εδάφους για την εφαρμογή της επεκτατικής αυτής πολιτικής επιχειρήθηκε με μια σειρά από προκλήσεις ο χαρακτήρας των οποίων ήταν συχνά ναυτικός λόγω της θαλάσσιας γειτνίασης των δύο δυνάμεων. Η πρώτη από αυτές έλαβε χώρα τη 12η Ιουλίου 1940 όταν βομβαρδίστηκαν διαδοχικά από αέρος το βοηθητικό πλοίο «Ωρίων» και το αντιτορπιλικό «Ύδρα» ανοιχτά της Γραμβούσας στην Κρήτη. Τέσσερις μέρες μετά, τέσσερα ελληνικά υποβρύχια βομβαρδίστηκαν από ιταλικά αεροπλάνα, ενώ ήταν μεθορμισμένα στον κόλπο της Ιτέας. Στο τέλος του ίδιου μήνα τα ελληνικά αντιτορπιλικά, «Βασιλεύς Γεώργιος» και «Βασίλισσα Όλγα», ό,τι καλύτερο είχε τότε το ελληνικό Ναυτικό, καθώς και δύο ελληνικά υποβρύχια δέχτηκαν αιφνιδιαστική επίθεση της ιταλικής αεροπορίας.
Οι ιταλικές προκλήσεις κορυφώθηκαν στις 2 Αυγούστου 1940 όταν βομβαρδίστηκε η τελωνειακή ακτοφυλακίδα Α6 την ώρα που έπλεε μεταξύ Σαλαμίνας και Αίγινας. Η ηγεσία του Π.Ν. Τα συνεχή και ολοένα πιο προκλητικά αυτά επεισόδια δημιούργησαν εύλογη ανησυχία στην ηγεσία του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού, στον βαθμό που εξέφρασε σοβαρές επιφυλάξεις όταν αποφασίστηκε από την ελληνική κυβέρνηση η συμμετοχή του εύδρομου καταδρομικού «Έλλη» στον εορτασμό της Κοίμησης της Θεοτόκου στο νησί της Τήνου. Η μονάδα αυτή, αν και σχετικά παλιά, αφού ναυπηγήθηκε τις παραμονές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, είχε ριζικά ανακαινιστεί στη Γαλλία μεταξύ του 1925 και του 1927 και αποτελούσε την κυριότερη ναρκοθέτιδα του ελληνικού στόλου.
Διέθετε επίσης δυνατότητες αποτελεσματικής συμμετοχής σε συνοδείες νηοπομπών και ανθυποβρυχιακές επιχειρήσεις. Oι επιφυλάξεις λοιπόν του Αρχηγού Στόλου, ναύαρχου Καββαδία και άλλων στελεχών του Πολεμικού Ναυτικού υπήρξαν εύλογες δεν οδήγησαν όμως στην αναίρεση της ληφθείσας απόφασης ίσως γιατί θεωρήθηκε ότι η εορτή της Κοίμησης της Θεοτόκου, που τιμάται πολύ και από τους καθολικούς Ιταλούς, δεν θα επέτρεπε την πραγματοποίηση μιας ακόμη προκλητικής ενέργειας εναντίον της χώρας μας. Χτύπημα με ασαφή αίτια Τα άμεσα αίτια του τορπιλισμού της «Έλλης» δεν είναι ακόμα σαφή.
Ορισμένες πηγές κατατείνουν στο συμπέρασμα ότι ο Μουσολίνι είχε αποφασίσει να εισβάλει στην Ελλάδα ακριβώς τότε και θεώρησε πως ο τορπιλισμός του ελληνικού πολεμικού θα διευκόλυνε τα σχέδιά του. Άλλοι, όπως ο τότε Ιταλός πρέσβης στην Αθήνα, Εμανουέλε Γκράτσι, εικάζουν ότι η κίνηση αυτή υπήρξε προϊόν της οργής του Μουσολίνι, όταν πληροφορήθηκε την άποψη που εξέφρασε ο Μεταξάς στον Γερμανό πρέσβη στην Αθήνα, Πρίγκιπα Ερμπαχ, ότι δηλαδή η Ελλάδα δεν μπορούσε να αγνοήσει τη βρετανική ναυτική ισχύ στη Μεσόγειο. Ο υφυπουργός Εξωτερικών και γαμπρός του Μουσολίνι, Τσιάνο, αποδίδει τον τορπιλισμό της «Έλλης» στην προπέτεια του Ντε Βέκι, του Ιταλού διοικητή των Δωδεκανήσων και κορυφαίου στελέχους του φασιστικού καθεστώτος.
Τέλος, οι επιχειρήσεις που ανέλαβε ο Αϊκάρντι, o κυβερνήτης του ιταλικού υποβρυχίου Delfino που τορπίλισε την «Έλλη», πιθανώς να εντάσσονταν στο ευρύτερο πλαίσιο της παρεμπόδισης των αγγλικών συγκοινωνιών με τη Μαύρη Θάλασσα, από το ιταλικό ναυτικό, τουλάχιστον αν ληφθεί υπόψη η ασάφεια και η προχειρότητα των οδηγιών που αυτός έλαβε. Όποια πάντως κι αν είναι η ακριβής άμεση αιτία για την προσβολή του ευδρόμου καταδρομικού «Έλλη», γεγονός είναι ότι στις 8.25 π.μ. της 15ης Αυγούστου 1940 αυτό επλήγη από τορπίλη του Delfino ακριβώς κάτω από τον μόνο εν ενεργεία λέβητά του. Το αποτέλεσμα ήταν αυτός να εκραγεί και η έκρηξη να δημιουργήσει κάθετη ρωγμή στη δεξιά πλευρά του πλοίου, η οποία στην ίσαλο γραμμή είχε διάμετρο 10 εκατοστών. Συνάμα δημιουργήθηκε οπή δύο περίπου μέτρων μεταξύ των δύο καπνοδόχων του πλοίου ακριβώς πάνω από το σημείο της έκρηξης. Οκτώ μέλη του πληρώματος έχασαν τη ζωή τους, ενώ δεκάδες υπήρξαν και οι τραυματίες.
Οι άλλες δύο τορπίλες που έβαλε το ιταλικό υποβρύχιο εναντίον των επιβατηγών πλοίων που βρίσκονταν στο λιμάνι της Τήνου ευτυχώς αστόχησαν. Το αιφνίδιο πλήγμα που υπέστη το ελληνικό καταδρομικό δεν βρήκε ούτε το πλήρωμά του ούτε τη ναυτική ηγεσία της χώρας απαράσκευη. Σύντονες προσπάθειες ανελήφθησαν από τον κυβερνήτη του πλοίου, Χατζόπουλο, ώστε τουλάχιστον να σωθεί το πλοίο προσαράζοντας στα αβαθή του λιμανιού, κάτι όμως που δεν κατέστη δυνατό γιατί τα συστήματα του πλοίου είχαν νεκρώσει μετά τη διάρρηξη των ατμοσωλήνων και την παρεπόμενη διακοπή της παροχής ηλεκτρικού ρεύματος.
Επιπροσθέτως, το επιβατηγό «Εσπερος» που ανέλαβε τη ρυμούλκηση δεν είχε τη δυνατότητα ούτε και τα εφόλκια που θα μπορούσαν να ρυμουλκήσουν το καταδρομικό, τη στιγμή μάλιστα που η αποκρίκωση της άγκυράς του δεν υπήρξε εφικτή για μια σειρά από λόγους. Σε κάθε περίπτωση, η εξέταση που ακολούθησε από ανώτατα στελέχη του ναυτικού επιβεβαίωσε ότι όλα τα προσήκοντα μέτρα είχαν ληφθεί και για την άμυνα του πλοίου από εχθρική προσβολή, αλλά και για τη διάσωσή του μετά τον τορπιλισμό του.
Αποδείχτηκε, επίσης, πέρα από κάθε αμφιβολία, ότι ο τορπιλισμός της «Έλλης» ήταν έργο Ιταλών, κάτι όμως που αποσιωπήθηκε για λόγους υψηλής πολιτικής μέχρι την έναρξη του πολέμου τον Οκτώβριο του 1940. Τότε ήταν που επίσημα και τεκμηριωμένα δόθηκαν στη δημοσιότητα τα στοιχεία που είχαν συλλεγεί από την αλίευση και την ποικιλότροπη εξέταση των υπολειμμάτων της 2ης και 3ης τορπίλης που αστόχησαν.
Ο Μουσολίνι χρειαζόταν επειγόντως μια γρήγορη και αποφασιστική νίκη, ώστε να ενισχύσει το κύρος του. Η Ελλάδα φάνταζε ιδανικός στόχος, καθώς θα εξυπηρετούσε και τα ιταλικά σχέδια για απόλυτη κυριαρχία στη Μεσόγειο. Από την «Καθημερινή», 6 Ιουνίου 2010 Εξάλλου, ουδέποτε σχεδόν κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα οι ελληνοϊταλικές σχέσεις υπήρξαν αρμονικές: από την κατάληψη των Δωδεκανήσων έως την αμφιλεγόμενη πολιτική της Ιταλίας έναντι της ελληνικής απόβασης στη Σμύρνη και από τον βομβαρδισμό της Κέρκυρας έως τη σταθερή υποστήριξη των αλβανικών θέσεων για την Ήπειρο, η Ρώμη δεν άφηνε καμία αμφιβολία ότι θεωρούσε την Αθήνα περιφερειακό της αντίπαλο.
Για να ξεκινήσει όμως ο πόλεμος, που τόσο επιζητούσε ο Μουσολίνι, χρειαζόταν μία αφορμή. Έτσι, ήδη από το 1939, άρχισαν οι αλλεπάλληλες ιταλικές προκλήσεις, με την ελπίδα ότι η Ελλάδα θα αντιδράσει σπασμωδικά. Εντούτοις, ο δικτάτορας Ιωάννης Μεταξάς δεν σήκωνε το γάντι, φροντίζοντας να θωρακίσει πρώτα την άμυνα της χώρας απέναντι σε έναν αντίπαλο με αριθμητικά πολλαπλάσιες δυνάμεις. Στις 15 Αυγούστου του 1940, οι προκλήσεις ξεπέρασαν κάθε όριο, με τον απρόκλητο τορπιλλισμό του καταδρομικού «Έλλη». Το γέρικο σκαρί υπέκυψε και όλα συνέτειναν πλέον στο συμπέρασμα ότι ο πόλεμος δεν θα αργούσε.
Η «εκδρομή στην Ελλάδα», που προσδοκούσε όμως ο Μουσολίνι, θα κατέληγε σύντομα σε ναυάγιο... Σειρά προκλήσεων Του Ζήση Φωτάκη, διδάκτωρ στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο Στο ξεκίνημα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η ναυτική σημασία του γεωγραφικού χώρου και στόλου της Ελλάδας δεν είχε την αντίστοιχη βαρύτητα που εμφάνιζε το καλοκαίρι του 1914. Το γεγονός αυτό που, εν πολλοίς, απέρρεε από την προτεραιότητα που απέδιδε η Μεγάλη Βρετανία στην προάσπιση των αυτοκρατορικών της συμφερόντων στον Ινδικό και τον Ειρηνικό Ωκεανό, τη ναυτική ρώμη του Γαλλικού Ναυτικού στη Μεσόγειο και την αρχική ουδετερότητα της Ιταλίας, γέννησε ίσως σε κάποιους την ελπίδα ότι η χώρα μας δεν θα χρειαζόταν να αναμειχθεί στον νέο αυτόν Αρμαγεδδώνα.
Τα πράγματα όμως άλλαξαν με την πτώση της Γαλλίας στον Άξονα και την έξοδο της Ιταλίας στον πόλεμο στο πλευρό της Γερμανίας τον Μάιο του 1940. Τους μήνες που ακολούθησαν, η καχυποψία του Μουσολίνι αναφορικά με τις γερμανοσοβιετικές επιδιώξεις στα Βαλκάνια, η πιθανότητα ότι ο αγγλικός στόλος θα κατέφευγε στα ελληνικά ύδατα στην περίπτωση που η αγγλοκρατούμενη Αίγυπτος κυριευόταν από τους Ιταλούς και ο προσανατολισμός της κυβέρνησης Μεταξά στην αγγλική πολιτική -κυριότερα δείγματα του οποίου υπήρξαν η αποδοχή της αγγλο-γαλλικής εγγύησης της Ελλάδας έναντι πιθανής απειλής από τον Άξονα (Απρίλιος 1939) και η άρνησή της να ανανεωθεί το Ελληνοϊταλικό Σύμφωνο Φιλίας και Συνεργασίας, τον Σεπτέμβριο του 1939- οδήγησαν στην ωρίμαση των επεκτατικών επιδιώξεων που έτρεφε, από παλιά, το φασιστικό καθεστώς της Ιταλίας εναντίον της χώρας μας.
Η προετοιμασία του εδάφους για την εφαρμογή της επεκτατικής αυτής πολιτικής επιχειρήθηκε με μια σειρά από προκλήσεις ο χαρακτήρας των οποίων ήταν συχνά ναυτικός λόγω της θαλάσσιας γειτνίασης των δύο δυνάμεων. Η πρώτη από αυτές έλαβε χώρα τη 12η Ιουλίου 1940 όταν βομβαρδίστηκαν διαδοχικά από αέρος το βοηθητικό πλοίο «Ωρίων» και το αντιτορπιλικό «Ύδρα» ανοιχτά της Γραμβούσας στην Κρήτη. Τέσσερις μέρες μετά, τέσσερα ελληνικά υποβρύχια βομβαρδίστηκαν από ιταλικά αεροπλάνα, ενώ ήταν μεθορμισμένα στον κόλπο της Ιτέας. Στο τέλος του ίδιου μήνα τα ελληνικά αντιτορπιλικά, «Βασιλεύς Γεώργιος» και «Βασίλισσα Όλγα», ό,τι καλύτερο είχε τότε το ελληνικό Ναυτικό, καθώς και δύο ελληνικά υποβρύχια δέχτηκαν αιφνιδιαστική επίθεση της ιταλικής αεροπορίας.
Οι ιταλικές προκλήσεις κορυφώθηκαν στις 2 Αυγούστου 1940 όταν βομβαρδίστηκε η τελωνειακή ακτοφυλακίδα Α6 την ώρα που έπλεε μεταξύ Σαλαμίνας και Αίγινας. Η ηγεσία του Π.Ν. Τα συνεχή και ολοένα πιο προκλητικά αυτά επεισόδια δημιούργησαν εύλογη ανησυχία στην ηγεσία του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού, στον βαθμό που εξέφρασε σοβαρές επιφυλάξεις όταν αποφασίστηκε από την ελληνική κυβέρνηση η συμμετοχή του εύδρομου καταδρομικού «Έλλη» στον εορτασμό της Κοίμησης της Θεοτόκου στο νησί της Τήνου. Η μονάδα αυτή, αν και σχετικά παλιά, αφού ναυπηγήθηκε τις παραμονές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, είχε ριζικά ανακαινιστεί στη Γαλλία μεταξύ του 1925 και του 1927 και αποτελούσε την κυριότερη ναρκοθέτιδα του ελληνικού στόλου.
Διέθετε επίσης δυνατότητες αποτελεσματικής συμμετοχής σε συνοδείες νηοπομπών και ανθυποβρυχιακές επιχειρήσεις. Oι επιφυλάξεις λοιπόν του Αρχηγού Στόλου, ναύαρχου Καββαδία και άλλων στελεχών του Πολεμικού Ναυτικού υπήρξαν εύλογες δεν οδήγησαν όμως στην αναίρεση της ληφθείσας απόφασης ίσως γιατί θεωρήθηκε ότι η εορτή της Κοίμησης της Θεοτόκου, που τιμάται πολύ και από τους καθολικούς Ιταλούς, δεν θα επέτρεπε την πραγματοποίηση μιας ακόμη προκλητικής ενέργειας εναντίον της χώρας μας. Χτύπημα με ασαφή αίτια Τα άμεσα αίτια του τορπιλισμού της «Έλλης» δεν είναι ακόμα σαφή.
Ορισμένες πηγές κατατείνουν στο συμπέρασμα ότι ο Μουσολίνι είχε αποφασίσει να εισβάλει στην Ελλάδα ακριβώς τότε και θεώρησε πως ο τορπιλισμός του ελληνικού πολεμικού θα διευκόλυνε τα σχέδιά του. Άλλοι, όπως ο τότε Ιταλός πρέσβης στην Αθήνα, Εμανουέλε Γκράτσι, εικάζουν ότι η κίνηση αυτή υπήρξε προϊόν της οργής του Μουσολίνι, όταν πληροφορήθηκε την άποψη που εξέφρασε ο Μεταξάς στον Γερμανό πρέσβη στην Αθήνα, Πρίγκιπα Ερμπαχ, ότι δηλαδή η Ελλάδα δεν μπορούσε να αγνοήσει τη βρετανική ναυτική ισχύ στη Μεσόγειο. Ο υφυπουργός Εξωτερικών και γαμπρός του Μουσολίνι, Τσιάνο, αποδίδει τον τορπιλισμό της «Έλλης» στην προπέτεια του Ντε Βέκι, του Ιταλού διοικητή των Δωδεκανήσων και κορυφαίου στελέχους του φασιστικού καθεστώτος.
Τέλος, οι επιχειρήσεις που ανέλαβε ο Αϊκάρντι, o κυβερνήτης του ιταλικού υποβρυχίου Delfino που τορπίλισε την «Έλλη», πιθανώς να εντάσσονταν στο ευρύτερο πλαίσιο της παρεμπόδισης των αγγλικών συγκοινωνιών με τη Μαύρη Θάλασσα, από το ιταλικό ναυτικό, τουλάχιστον αν ληφθεί υπόψη η ασάφεια και η προχειρότητα των οδηγιών που αυτός έλαβε. Όποια πάντως κι αν είναι η ακριβής άμεση αιτία για την προσβολή του ευδρόμου καταδρομικού «Έλλη», γεγονός είναι ότι στις 8.25 π.μ. της 15ης Αυγούστου 1940 αυτό επλήγη από τορπίλη του Delfino ακριβώς κάτω από τον μόνο εν ενεργεία λέβητά του. Το αποτέλεσμα ήταν αυτός να εκραγεί και η έκρηξη να δημιουργήσει κάθετη ρωγμή στη δεξιά πλευρά του πλοίου, η οποία στην ίσαλο γραμμή είχε διάμετρο 10 εκατοστών. Συνάμα δημιουργήθηκε οπή δύο περίπου μέτρων μεταξύ των δύο καπνοδόχων του πλοίου ακριβώς πάνω από το σημείο της έκρηξης. Οκτώ μέλη του πληρώματος έχασαν τη ζωή τους, ενώ δεκάδες υπήρξαν και οι τραυματίες.
Οι άλλες δύο τορπίλες που έβαλε το ιταλικό υποβρύχιο εναντίον των επιβατηγών πλοίων που βρίσκονταν στο λιμάνι της Τήνου ευτυχώς αστόχησαν. Το αιφνίδιο πλήγμα που υπέστη το ελληνικό καταδρομικό δεν βρήκε ούτε το πλήρωμά του ούτε τη ναυτική ηγεσία της χώρας απαράσκευη. Σύντονες προσπάθειες ανελήφθησαν από τον κυβερνήτη του πλοίου, Χατζόπουλο, ώστε τουλάχιστον να σωθεί το πλοίο προσαράζοντας στα αβαθή του λιμανιού, κάτι όμως που δεν κατέστη δυνατό γιατί τα συστήματα του πλοίου είχαν νεκρώσει μετά τη διάρρηξη των ατμοσωλήνων και την παρεπόμενη διακοπή της παροχής ηλεκτρικού ρεύματος.
Επιπροσθέτως, το επιβατηγό «Εσπερος» που ανέλαβε τη ρυμούλκηση δεν είχε τη δυνατότητα ούτε και τα εφόλκια που θα μπορούσαν να ρυμουλκήσουν το καταδρομικό, τη στιγμή μάλιστα που η αποκρίκωση της άγκυράς του δεν υπήρξε εφικτή για μια σειρά από λόγους. Σε κάθε περίπτωση, η εξέταση που ακολούθησε από ανώτατα στελέχη του ναυτικού επιβεβαίωσε ότι όλα τα προσήκοντα μέτρα είχαν ληφθεί και για την άμυνα του πλοίου από εχθρική προσβολή, αλλά και για τη διάσωσή του μετά τον τορπιλισμό του.
Αποδείχτηκε, επίσης, πέρα από κάθε αμφιβολία, ότι ο τορπιλισμός της «Έλλης» ήταν έργο Ιταλών, κάτι όμως που αποσιωπήθηκε για λόγους υψηλής πολιτικής μέχρι την έναρξη του πολέμου τον Οκτώβριο του 1940. Τότε ήταν που επίσημα και τεκμηριωμένα δόθηκαν στη δημοσιότητα τα στοιχεία που είχαν συλλεγεί από την αλίευση και την ποικιλότροπη εξέταση των υπολειμμάτων της 2ης και 3ης τορπίλης που αστόχησαν.