Η πρόσφατη ανακίνηση από ορισμένους της ελληνικής στάσης σε ό,τι αφορά το όνομα των Σκοπίων, ήταν ατυχής και όχι χρήσιμη. Οσοι παρακολουθούμε το θέμα από κοντά την τελευταία εικοσαετία, και ήμασταν παρόντες στη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι, καταλήγουμε αβίαστα στο συμπέρασμα ότι ως απόρροια σωστής προετοιμασίας και εσωκομματικής και διακομματικής εθνικής συσπείρωσης, η χώρα πέτυχε τον στόχο της.
Παρά τις αφόρητες πιέσεις που δέχονταν ο πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής και η υπουργός Εξωτερικών, Ντόρα Μπακογιάννη, κυρίως από την κυβέρνηση Μπους, η Ελλάδα αντιστάθηκε, δημιούργησε τις αναγκαίες συμμαχίες και εξασφάλισε μια ομόφωνη απόφαση - στήριξη από το ΝΑΤΟ. Ιδιαίτερα χαρακτηριστικές, και ενοχλητικές, ενίοτε και προσβλητικές, ήταν οι πιέσεις της Κοντολίζα Ράις προς την κ. Μπακογιάννη, παρότι είχαν συνεργασθεί αποτελεσματικά το διάστημα που είχε προηγηθεί, όταν η Αθήνα ήταν μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας.
Ο τρόπος που επέμενε και μιλούσε η τότε επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας ξεπέρασε τα όρια της σχέσης μεταξύ δύο ιστορικών συμμάχων. Θυμάμαι αξιωματούχο του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, ο οποίος αναφερόμενος σε τηλεφωνική επικοινωνία Ράις - Μπακογιάννη, μου έλεγε σε πολύ έντονο ύφος, ότι «δεν μιλάς έτσι στην υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ». Με νηφαλιότητα, αντέστρεψα τη συλλογιστική του και απάντησα ότι ακόμη και αν είσαι υπουργός Εξωτερικών της υπερδύναμης δεν μπορείς σχεδόν να απειλείς ομόλογό σου μιας συμμαχικής χώρας και μάλιστα για ένα ζήτημα που ενώ για την Αμερική είναι ήσσονος σημασίας, για τη συγκεκριμένη σύμμαχο είναι μείζον. Αλλά αυτά είναι παραλειπόμενα του παρελθόντος.
Η ουσία που μένει είναι πως στο Βουκουρέστι πήγε μια καλά προετοιμασμένη ελληνική αντιπροσωπεία, με ενιαίο μέτωπο Καραμανλή - Μπακογιάννη εντός της Ν.Δ., και τη σαφή στήριξη του τότε αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης Γιώργου Παπανδρέου, και κατήγαγε μια εθνική επιτυχία. Δεν χρειάσθηκε να θέσει βέτο. Εξήγησε τη θέση της, και έχοντας ως κύριο υποστηρικτή τον τότε πρόεδρο της Γαλλίας, Νικολά Σαρκοζί, έπεισε τους άλλους ηγέτες ότι η επιμονή του Τζορτζ Μπους ήταν υπερβολική και άκαιρη, και εξασφάλισε την ομόφωνη απόφαση της συνόδου κορυφής του ’08, που επιβεβαιώθηκε και σε αυτές που ακολούθησαν, στο Στρασβούργο (’09), στη Λισσαβωνα (’10), και στο Σικάγο (’12).
Καλό θα ήταν, λοιπόν, αντί κάποιοι να αναζητούν ανύπαρκτες διαφορές και μάλιστα σε ευαίσθητα εθνικά ζητήματα, να επικεντρώνουν την εύλογη στο πλαίσιο της δημοκρατίας κριτική τους στα τόσα πολλά που γίνονται και επιδέχονται αμφισβήτησης. Το ζήτημα θα επανέλθει στο προσκήνιο και κάποια ελληνική κυβέρνηση θα κληθεί να προβεί σε λεπτούς χειρισμούς, να οικοδομήσει τους αναγκαίους συσχετισμούς, να χρησιμοποιήσει πειστικά επιχειρήματα και, φυσικά, να αξιοποιήσει την ομόφωνη απόφαση της Συμμαχίας στο Βουκουρέστι. Ας μην δυσχεραίνουν κάποιοι, είτε από άγνοια είτε από τυφλό κομματισμό, το έργο της.
Παρά τις αφόρητες πιέσεις που δέχονταν ο πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής και η υπουργός Εξωτερικών, Ντόρα Μπακογιάννη, κυρίως από την κυβέρνηση Μπους, η Ελλάδα αντιστάθηκε, δημιούργησε τις αναγκαίες συμμαχίες και εξασφάλισε μια ομόφωνη απόφαση - στήριξη από το ΝΑΤΟ. Ιδιαίτερα χαρακτηριστικές, και ενοχλητικές, ενίοτε και προσβλητικές, ήταν οι πιέσεις της Κοντολίζα Ράις προς την κ. Μπακογιάννη, παρότι είχαν συνεργασθεί αποτελεσματικά το διάστημα που είχε προηγηθεί, όταν η Αθήνα ήταν μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας.
Ο τρόπος που επέμενε και μιλούσε η τότε επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας ξεπέρασε τα όρια της σχέσης μεταξύ δύο ιστορικών συμμάχων. Θυμάμαι αξιωματούχο του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, ο οποίος αναφερόμενος σε τηλεφωνική επικοινωνία Ράις - Μπακογιάννη, μου έλεγε σε πολύ έντονο ύφος, ότι «δεν μιλάς έτσι στην υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ». Με νηφαλιότητα, αντέστρεψα τη συλλογιστική του και απάντησα ότι ακόμη και αν είσαι υπουργός Εξωτερικών της υπερδύναμης δεν μπορείς σχεδόν να απειλείς ομόλογό σου μιας συμμαχικής χώρας και μάλιστα για ένα ζήτημα που ενώ για την Αμερική είναι ήσσονος σημασίας, για τη συγκεκριμένη σύμμαχο είναι μείζον. Αλλά αυτά είναι παραλειπόμενα του παρελθόντος.
Η ουσία που μένει είναι πως στο Βουκουρέστι πήγε μια καλά προετοιμασμένη ελληνική αντιπροσωπεία, με ενιαίο μέτωπο Καραμανλή - Μπακογιάννη εντός της Ν.Δ., και τη σαφή στήριξη του τότε αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης Γιώργου Παπανδρέου, και κατήγαγε μια εθνική επιτυχία. Δεν χρειάσθηκε να θέσει βέτο. Εξήγησε τη θέση της, και έχοντας ως κύριο υποστηρικτή τον τότε πρόεδρο της Γαλλίας, Νικολά Σαρκοζί, έπεισε τους άλλους ηγέτες ότι η επιμονή του Τζορτζ Μπους ήταν υπερβολική και άκαιρη, και εξασφάλισε την ομόφωνη απόφαση της συνόδου κορυφής του ’08, που επιβεβαιώθηκε και σε αυτές που ακολούθησαν, στο Στρασβούργο (’09), στη Λισσαβωνα (’10), και στο Σικάγο (’12).
Καλό θα ήταν, λοιπόν, αντί κάποιοι να αναζητούν ανύπαρκτες διαφορές και μάλιστα σε ευαίσθητα εθνικά ζητήματα, να επικεντρώνουν την εύλογη στο πλαίσιο της δημοκρατίας κριτική τους στα τόσα πολλά που γίνονται και επιδέχονται αμφισβήτησης. Το ζήτημα θα επανέλθει στο προσκήνιο και κάποια ελληνική κυβέρνηση θα κληθεί να προβεί σε λεπτούς χειρισμούς, να οικοδομήσει τους αναγκαίους συσχετισμούς, να χρησιμοποιήσει πειστικά επιχειρήματα και, φυσικά, να αξιοποιήσει την ομόφωνη απόφαση της Συμμαχίας στο Βουκουρέστι. Ας μην δυσχεραίνουν κάποιοι, είτε από άγνοια είτε από τυφλό κομματισμό, το έργο της.