Οργή. Είναι μια λέξη που έχουμε ξεχάσει εδώ στην Ελλάδα η οποία ωστόσο είναι παντού. Υποβόσκουσα, αλλά σίγουρα υπάρχει. Μέσα σε τρία χρόνια η χώρα έχασε πάνω από το 25% του ΑΕΠ της και η ανεργία είναι κοντά στο 30%.
Η ύφεση είναι δραματική και καμιά χώρα στον κόσμο δεν έχει ζήσει σε τέτοια κατάσταση επί 7 συναπτά χρόνια.
Ακόμη και τα όποια σημάδια ανάκαμψης, θα πρέπει να περάσει αρκετός καιρός για να γίνουν σπίθα ελπίδας. Κι όμως, ο κόσμος υπομένει στωικά και αποδέχεται το δηλητήριο, το πρόγραμμα που η Μέρκελ μόλις χθες είπε ότι είναι επιτυχημένο και είναι ιδιαίτερα ευχαριστημένη. Ως πότε, όμως, θα υπομένει ο κόσμος; Μέχρι ποιου σημείου είναι δυνατόν να αντέχει ένα τέτοιο δράμα η Ελλάδα; Είναι ένα ερώτημα που κάνουν όλο και περισσότεροι Έλληνες αλλά και οι πολιτικοί οι οποίοι αναλύουν διαφορετικά την κατάσταση.
Για παράδειγμα, ο ΣΥΡΙΖΑ θα ήθελε μια κοινωνική έκρηξη, να δημιουργηθεί ένα μπάχαλο, να πέσει η κυβέρνηση αλλά μετά… σκοτάδι. Καμιά εναλλακτική λύση, κανένα πρόγραμμα, καμιά πρόταση. Το ΚΚΕ θα ήθελε να γίνει… κομμουνιστική επανάσταση έτσι ώστε να μπορέσει με ηρεμία να… κρατικοποιήσει τον 902. Η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ που είναι στην κυβέρνηση ερμηνεύουν την ηρεμία του κόσμου ως υπομονή και τονίζουν με κάθε τρόπο ότι η κοινωνική έκρηξη θα διαλύσει τη χώρα. Είναι κι αυτή μια άποψη και θα κριθεί στο μέλλον. Όμως, είναι αφύσικο να μην υπάρχει οργή.
Υπάρχει και είναι παντού. Η υπόθεση του 19χρονου Θανάση Καναούτη είναι ενδεικτική. Είτε γιατί κάποια κόμματα «πολιτικοποίησαν» για κομματικούς λόγους ένα δυστύχημα είτε γιατί τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αρέσκονται σε προβοκάτσιες, η ουσία είναι ότι παραλίγο να ανάψει φωτιά. Αν δεν ήταν κατακαλόκαιρο, αν δεν ήταν 15αύγουστος και ήταν φθινόπωρο, κανείς δεν θα απορούσε για τις διαστάσεις που θα έπαιρνε η έκρηξη. Σκεφτείτε μόνο να ήταν Οκτώβριος, έχει έρθει ο κόσμος από τις… όποιες διακοπές του χαλαρός, του ζητάει η εφορία της «Παναγιάς τα μάτια», δεν έχει να πληρώσει και ξαφνικά ένα δυστύχημα με θύμα ένα παιδί σκάει στην επικαιρότητα, μεγαλοποιείται, το παιδί γίνεται θύμα του Μνημονίου και ούτω κάθε εξής. Θα είχε καεί η Αθήνα. Διάβασα ένα σύνθημα σε τοίχο χθες που έλεγε:
«Ο Αλέξης σκοτώθηκε από μπάτσο, ο Θανάσης σκοτώθηκε από ελεγκτή». Αντιλαμβάνεστε, λοιπόν, τι θα γινόταν μια άλλη χρονική στιγμή. Το αυτονόητο: Μια ομάδα, ακόμη και αγανακτισμένων ή πονεμένων συγγενών, σταματάει ένα λεωφορείο, το διαλύει, κινδυνεύουν επιβάτες, ο οδηγός απειλείται με λιντσάρισμα και χαρακτηρίζεται δολοφόνος. Θέλει πολύ από το να ξεφύγει η κατάσταση; Η οργή είναι παντού στην κοινωνία η οποία έχει φτάσει στα όριά της. Και είναι φυσιολογικό. Αν ο κόσμος δεν βρει τρόπο να εκτονωθεί έχει δύο επιλογές: Ή να διαλύσει τη χώρα στην πρώτη διαδήλωση ή να μετατρέψει την οργή του σε υπομονή μέχρι τις εκλογές.
Ακόμη και τα όποια σημάδια ανάκαμψης, θα πρέπει να περάσει αρκετός καιρός για να γίνουν σπίθα ελπίδας. Κι όμως, ο κόσμος υπομένει στωικά και αποδέχεται το δηλητήριο, το πρόγραμμα που η Μέρκελ μόλις χθες είπε ότι είναι επιτυχημένο και είναι ιδιαίτερα ευχαριστημένη. Ως πότε, όμως, θα υπομένει ο κόσμος; Μέχρι ποιου σημείου είναι δυνατόν να αντέχει ένα τέτοιο δράμα η Ελλάδα; Είναι ένα ερώτημα που κάνουν όλο και περισσότεροι Έλληνες αλλά και οι πολιτικοί οι οποίοι αναλύουν διαφορετικά την κατάσταση.
Για παράδειγμα, ο ΣΥΡΙΖΑ θα ήθελε μια κοινωνική έκρηξη, να δημιουργηθεί ένα μπάχαλο, να πέσει η κυβέρνηση αλλά μετά… σκοτάδι. Καμιά εναλλακτική λύση, κανένα πρόγραμμα, καμιά πρόταση. Το ΚΚΕ θα ήθελε να γίνει… κομμουνιστική επανάσταση έτσι ώστε να μπορέσει με ηρεμία να… κρατικοποιήσει τον 902. Η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ που είναι στην κυβέρνηση ερμηνεύουν την ηρεμία του κόσμου ως υπομονή και τονίζουν με κάθε τρόπο ότι η κοινωνική έκρηξη θα διαλύσει τη χώρα. Είναι κι αυτή μια άποψη και θα κριθεί στο μέλλον. Όμως, είναι αφύσικο να μην υπάρχει οργή.
Υπάρχει και είναι παντού. Η υπόθεση του 19χρονου Θανάση Καναούτη είναι ενδεικτική. Είτε γιατί κάποια κόμματα «πολιτικοποίησαν» για κομματικούς λόγους ένα δυστύχημα είτε γιατί τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αρέσκονται σε προβοκάτσιες, η ουσία είναι ότι παραλίγο να ανάψει φωτιά. Αν δεν ήταν κατακαλόκαιρο, αν δεν ήταν 15αύγουστος και ήταν φθινόπωρο, κανείς δεν θα απορούσε για τις διαστάσεις που θα έπαιρνε η έκρηξη. Σκεφτείτε μόνο να ήταν Οκτώβριος, έχει έρθει ο κόσμος από τις… όποιες διακοπές του χαλαρός, του ζητάει η εφορία της «Παναγιάς τα μάτια», δεν έχει να πληρώσει και ξαφνικά ένα δυστύχημα με θύμα ένα παιδί σκάει στην επικαιρότητα, μεγαλοποιείται, το παιδί γίνεται θύμα του Μνημονίου και ούτω κάθε εξής. Θα είχε καεί η Αθήνα. Διάβασα ένα σύνθημα σε τοίχο χθες που έλεγε:
«Ο Αλέξης σκοτώθηκε από μπάτσο, ο Θανάσης σκοτώθηκε από ελεγκτή». Αντιλαμβάνεστε, λοιπόν, τι θα γινόταν μια άλλη χρονική στιγμή. Το αυτονόητο: Μια ομάδα, ακόμη και αγανακτισμένων ή πονεμένων συγγενών, σταματάει ένα λεωφορείο, το διαλύει, κινδυνεύουν επιβάτες, ο οδηγός απειλείται με λιντσάρισμα και χαρακτηρίζεται δολοφόνος. Θέλει πολύ από το να ξεφύγει η κατάσταση; Η οργή είναι παντού στην κοινωνία η οποία έχει φτάσει στα όριά της. Και είναι φυσιολογικό. Αν ο κόσμος δεν βρει τρόπο να εκτονωθεί έχει δύο επιλογές: Ή να διαλύσει τη χώρα στην πρώτη διαδήλωση ή να μετατρέψει την οργή του σε υπομονή μέχρι τις εκλογές.