Ξεσάλωσε πάλι εχθές ο γνωστός διαδικτυακός διασκεδαστής Τσατσόπουλος (πιο γνωστός ως «χούφτερμαν», για ευνόητους λόγους). Κατ’ αρχάς, έπλεξε το εγκώμιο των δύο πιο αντιχρυσαυγιτών δημάρχων, Καμίνη και Μπουτάρη, που πρωταγωνιστούν στις απαγορεύσεις κατά της Χρυσής Αυγής:
«Πρώτα ο δήμαρχος Γιάννης Μπουτάρης και τώρα ο δήμαρχος Γιώργος Καμίνης μάς δείχνουν το δρόμο: έργα, όχι μόνο λόγια.
Το ομοφοβικό και το ρατσιστικό δηλητήριο των Χρυσών Βλαμμένων δεν πρόκειται να εμποτίσει την καθημερινότητά μας -και για να το πετύχουμε αυτό χρειάζεται ΚΑΤΙ ΠΑΡΑΠΑΝΩ από το να κρύβουμε το κεφάλι μας στην άμμο ή να κρατάμε την αναπνοή μας έως ότου τα Χρυσά Βλαμμένα εξαφανιστούν. Ανεξάρτητα από τις πολιτικές μας διαφορές, οι δύο δήμαρχοι αξίζουν το σεβασμό μας». Λίγο αργότερα συνέχισε το παραλήρημά του, αποκαλύπτοντας μια μεγάλη αλήθεια. Πως, παρά τους ευσεβείς πόθους των πολιτικάντηδων, ότι ο κόσμος που ψηφίζει Χρυσή Αυγή δεν… ξέρει τι ακριβώς είναι, κι άμα μάθει θα την εγκαταλείψει τρέχοντας και θα επιστρέψει στα μαντριά, ο Τσατσόπουλος υποστηρίζει ότι οι ψηφοφόροι της Χρυσής Αυγής είναι ενσυνείδητοι: «Χρονιάρα μέρα σήμερα, αποκατάσταση της δημοκρατίας -”το καθεστώς της 24ης Ιουλίου”, που λένε και τα Χρυσά Βλαμμένα-, συγγνώμη που ενοχλώ, μια απορία έχω, αν θέλετε μου απαντάτε. ΟΚ, για όλη αυτή τη στροφή προς το φασισμό, φταίνε πολλά, η δικομματική ομερτά τεσσάρων δεκαετιών, το πελατειακό κράτος, η κοινωνική εξαθλίωση, πολλά, πολλά, μην τα λέμε και τα ξαναλέμε. Μήπως, μήπως λέω, μήπως φταίνε λιγουλάκι και αυτοί που ψηφίζουν τους φασίστες; Λιγουλάκι. Όσο πατάει η γάτα. Συγγνώμη, το κατανοώ, είναι αφελής η ερώτησή μου, καμία αντίρρηση, αν θέλετε την αποσύρω, μπορούμε να επιστρέψουμε στο αυτομαστίγωμα και να συνεχίσουμε να πιπιλάμε αυτή την υπέροχη καραμέλα πως για την άνοδο του φασισμού φταίνε οι πάντες εκτός από τους φασίστες και αυτό το ανεπανάληπτο εκλογικό σώμα, με την αθωότητα βρέφους στη θερμοκοιτίδα, με τη σοφία γέροντα στο Θιβέτ, μπορεί, αν θέλει να μας τιμωρήσει, να ψηφίσει κι εναντίον της δημοκρατίας, να κόψει το κλαδί που κάθεται και, ω του θαύματος, διόλου να μην ευθύνεται, να ευθύνονται οι πάντες εκτός του ιδίου. Μην ακούτε έναν μεσήλικα γκρινιάρη. Χρόνια πολλά βρε. Δικό μας είναι το μαγαζί, άμα θέλουμε το καίμε. Εβίβα».
Το ομοφοβικό και το ρατσιστικό δηλητήριο των Χρυσών Βλαμμένων δεν πρόκειται να εμποτίσει την καθημερινότητά μας -και για να το πετύχουμε αυτό χρειάζεται ΚΑΤΙ ΠΑΡΑΠΑΝΩ από το να κρύβουμε το κεφάλι μας στην άμμο ή να κρατάμε την αναπνοή μας έως ότου τα Χρυσά Βλαμμένα εξαφανιστούν. Ανεξάρτητα από τις πολιτικές μας διαφορές, οι δύο δήμαρχοι αξίζουν το σεβασμό μας». Λίγο αργότερα συνέχισε το παραλήρημά του, αποκαλύπτοντας μια μεγάλη αλήθεια. Πως, παρά τους ευσεβείς πόθους των πολιτικάντηδων, ότι ο κόσμος που ψηφίζει Χρυσή Αυγή δεν… ξέρει τι ακριβώς είναι, κι άμα μάθει θα την εγκαταλείψει τρέχοντας και θα επιστρέψει στα μαντριά, ο Τσατσόπουλος υποστηρίζει ότι οι ψηφοφόροι της Χρυσής Αυγής είναι ενσυνείδητοι: «Χρονιάρα μέρα σήμερα, αποκατάσταση της δημοκρατίας -”το καθεστώς της 24ης Ιουλίου”, που λένε και τα Χρυσά Βλαμμένα-, συγγνώμη που ενοχλώ, μια απορία έχω, αν θέλετε μου απαντάτε. ΟΚ, για όλη αυτή τη στροφή προς το φασισμό, φταίνε πολλά, η δικομματική ομερτά τεσσάρων δεκαετιών, το πελατειακό κράτος, η κοινωνική εξαθλίωση, πολλά, πολλά, μην τα λέμε και τα ξαναλέμε. Μήπως, μήπως λέω, μήπως φταίνε λιγουλάκι και αυτοί που ψηφίζουν τους φασίστες; Λιγουλάκι. Όσο πατάει η γάτα. Συγγνώμη, το κατανοώ, είναι αφελής η ερώτησή μου, καμία αντίρρηση, αν θέλετε την αποσύρω, μπορούμε να επιστρέψουμε στο αυτομαστίγωμα και να συνεχίσουμε να πιπιλάμε αυτή την υπέροχη καραμέλα πως για την άνοδο του φασισμού φταίνε οι πάντες εκτός από τους φασίστες και αυτό το ανεπανάληπτο εκλογικό σώμα, με την αθωότητα βρέφους στη θερμοκοιτίδα, με τη σοφία γέροντα στο Θιβέτ, μπορεί, αν θέλει να μας τιμωρήσει, να ψηφίσει κι εναντίον της δημοκρατίας, να κόψει το κλαδί που κάθεται και, ω του θαύματος, διόλου να μην ευθύνεται, να ευθύνονται οι πάντες εκτός του ιδίου. Μην ακούτε έναν μεσήλικα γκρινιάρη. Χρόνια πολλά βρε. Δικό μας είναι το μαγαζί, άμα θέλουμε το καίμε. Εβίβα».