Μια ανάρτηση στο Facebook για την τραγική αμέλεια που δείχνει το κράτος απέναντι σε έναν από τους σπουδαιότερους λαϊκούς ήρωες της Ελλάδας.
Τον τελευταίο λαϊκό ήρωα- τον περίφημο Σαμψών ήταν αρκετή για να συγκεντρώσει περισσότερες από 6.000 αιτήσεις χρηστών του διαδικτύου αλλά και εκατοντάδες αναρτήσεις και σχόλια προς το Kράτος προκειμένου το υπουργείο υγείας να ... δώσει τιμητική σύνταξη στον 85χρονο πλέον Σαμψών. «Δεν ζητάω ελεημοσύνη από κανέναν, όμως θεωρώ ότι μια σύνταξη μου αξίζει» λέει ο 85χρονος σήμερα Σαμψών (κατά κόσμον Γιάννης Κεσκιλίδης) που με τα κατορθώματά του μεγάλωσαν πολλές γενιές Ελλήνων. Το παράπονο τον πνίγει και βουρκώνει... Ενα δάκρυ κυλάει στο πρόσωπο του ήρωα, το σκουπίζει βιαστικά και προσθέτει:... «Εχω γυρίσει όλη την Ελλάδα, δεν υπάρχει γωνιά αυτής της χώρας που να μην έχω δώσει παράσταση. Κάποτε όλοι με χειροκροτούσαν και με θεωρούσαν ημίθεο, σαν τον Ηρακλή. Πολιτικοί με πλησίαζαν για να μου σφίξουν το χέρι. Αλλά τώρα που γέρασα με ξέχασαν...» Ανδρώθηκε στους δρόμους, αναδείχθηκε σε πλατείες και εκεί δημιούργησε το μύθο του. Ατσάλινος άνθρωπος που... μασούσε σίδερα, σήκωνε βάρη που ζύγιζαν τόνους, έσπαζε πέτρες πάνω στο σώμα του, τραβούσε με τα δόντια κάρα και αυτοκίνητα, λύγιζε βέργες και τέντωνε σούστες. Στην Ελλάδα των πολέμων, σε μια χώρα που είχε ανάγκη τα θαύματα, ο Σαμψών έγινε υπερ-ήρωας. «Ο Ηρακλής που νικούσε πάντα το θηρίο»! Μόνο που τα χρόνια πέρασαν και σήμερα, αφού έχει σπάσει εκατομμύρια πέτρες στο κεφάλι του και έχει δώσει χιλιάδες παραστάσεις σε κάθε γωνιά της Ελλάδας, ο τελευταίος «Κουταλιανός» της Αθήνας έχει να αντιμετωπίσει μόνο το «θηρίο» της αδιαφορίας της ελληνικής Πολιτείας... Ο Σαμψών, κουρασμένος πια και ταλαιπωρημένος από τους τραυματισμούς που υπέστη κατά τη διάρκεια της επαγγελματικής του πορείας, ζει με τη σύζυγό του σε ένα μικρό σπίτι στη Νέα Ιωνία, συντροφιά με τις χιλιάδες αναμνήσεις του από την πορεία του, αλλά και από τους φίλους του, τον Κουταλιανό, τον Τζίμη, τον Τίγρη, τον Αρμάο. «Εμεινα μόνος μου. Είμαι ο τελευταίος της εποχής μας. Μιας εποχής δύσκολης, αλλά και τόσο γλυκιάς» λέει και τα μάτια του λάμπουν. Θυμάται με συγκίνηση το θέαμα που πρόσφεραν όλοι τους και την αγάπη που εισέπρατταν από τον κόσμο. «Ο κόσμος μας αγκάλιαζε, μας φιλούσε... Και τούτο συμβαίνει και τώρα. Ο κόσμος δεν ξεχνάει. Μόνο η Πολιτεία ξεχνάει» σημείωσε με παράπονο και πρόσθεσε: «Πήγα στον τότε υφυπουργό Αθλητισμού Γιώργο Λιάνη και του μίλησα γι' αυτή την τιμητική σύνταξη. Μου υποσχέθηκε ότι θα την έπαιρνα, αλλά μετά τα πράγματα άλλαξαν. Εφυγε από το υπουργείο πριν προλάβει να το κανονίσει... Επειτα προσπάθησα να συναντήσω τον Γιώργο Ορφανό. Πήγα δύο φορές να τον βρω, αλλά δεν τα κατάφερα... Ηταν σαν να ψάχνω βελόνα στα άχυρα για να βγάλω άκρη...» Κληρονόμησε το χάρισμα της δύναμης από τον παππού του Η ζωή αλλά και η πορεία του πάλαι ποτέ παλαιστή και αθλητή δρόμου μοιάζει με παραμύθι, αλλά όχι με το αναμενόμενο τέλος... Οπως εξιστόρησε ο ίδιος, είχε την ευλογία να κληρονομήσει ένα χάρισμα. «Το χάρισμα της δύναμης, το οποίο πήρα από τον παππού μου, τον Παύλο. Ο παππούς ήταν παλαιστής στη Μικρά Ασία, ενώ ο πατέρας μου είχε ασχοληθεί και αυτός ερασιτεχνικά με την πάλη. Οταν ήμουν μικρό παιδί, κατάλαβα ότι είχα κάτι το ιδιαίτερο, μια δύναμη απίστευτη, που δεν μπορούσα καλά-καλά να τη συνειδητοποιήσω» λέει και προσθέτει: «Θυμάμαι ότι ήμουν δεν ήμουν επτά ετών, όταν έπιασα δουλειά στα κάρβουνα για να ζήσω. Εκεί σήκωνα τα τσουβάλια, λες και ήταν άδεια...» Τα παιδικά του χρόνια ήταν πολύ σκληρά. «Φτώχεια, μεγάλη φτώχεια. Η καημένη η μανούλα μου με θήλαζε μέχρι τα δύο μου χρόνια, καθώς δεν υπήρχε φαγητό για να μου δώσει. Επειτα τριγυρνούσα στην Αθήνα και έψαχνα στους δρόμους να βρω οτιδήποτε τρωγόταν. Ακόμα και λεμονόκουπες. Δούλεψα παντού: σε ανθρακωρυχεία, σε γαλακτοπωλεία, σε σιδεράδικα, όπου έβρισκα... Ηταν δύσκολα χρόνια. Εύχομαι ποτέ να μην ξανάρθουν» αναφέρει φανερά συγκινημένος και συνεχίζει: «Κάποια στιγμή στα 13 μου χρόνια άρχισα την πάλη. Ημουν στον Πειραϊκό Σύλλογο και είχα δάσκαλο τον Χαρίλαο Μοσχίδη. Εκεί κατάλαβα και τη δύναμή μου. Σήκωνα τα ασήκωτα... Σίδερα, πέτρες-ογκόλιθους, αμόνια και άλλα. Ετσι μου κόλλησε και το ψευδώνυμο Σαμψών. Από ένα σημείο και μετά κανείς δεν με ήξερε ως Γιάννη Κεσκιλίδη. Ολοι με ήξεραν και με ξέρουν ως Σαμψών». Ωστόσο η πάλη «ψωμί δεν είχε», όπως σημείωσε χαρακτηριστικά, κι έτσι ο Παναγής Κουταλιανός βρήκε τη λύση και άνοιξε το δρόμο σε όλους. «Ο Παναγής δημιούργησε τα νούμερα. Ξεκίνησε τις παραστάσεις κι εγώ, ο Τζίμης, ο Αρμάος και ο Τίγρης ακολουθήσαμε. Κάναμε περιοδείες σε όλη την Ελλάδα, σε όλα τα χωριά και μαζεύαμε χρήματα για να ζήσουμε τις οικογένειές μας. Προσφέραμε θέαμα και ο κόσμος μας λάτρευε». Μάλιστα με τα χρήματα από τις περιοδείες ο Σαμψών κατάφερε να μεγαλώσει και να σπουδάσει δύο παιδιά. «Ο γιος μου έγινε ακτινολόγος και η κόρη μου μικροβιολόγος» λέει με υπερηφάνεια και με μάτια γεμάτα αγάπη θυμάται τις στιγμές που γυρνούσε από τα χωριά στην Αθήνα κι έμπαινε στο σπίτι του. «Με περίμεναν πώς και πώς για να τα πάρω αγκαλιά. Δόξα τω θεώ, έχω μια πολύ ωραία οικογένεια που πάντα με στηρίζει». Ωστόσο, δεν μπορεί να κρύψει τη μεγάλη του αδυναμία για το αγγελούδι του. «Την εγγονή μου. Τώρα που γέρασα και σταμάτησα τις παραστάσεις παίζω με την εγγονή μου. Είναι η χαρά μου, η ζωή μου» τονίζει και κοιτάζει το ρολόι για να φύγει και να πάει να τη συναντήσει... «Εχω σπάσει 900.000.000 πέτρες στο κεφάλι μου» Στη διάρκεια της πορείας του ο Σαμψών έκανε πράγματα που φαντάζουν απίστευτα για έναν κοινό θνητό! Μέχρι και πριν από δέκα χρόνια, οπότε σταμάτησε τα νούμερα, δεν είχε αφήσει πέτρα για πέτρα. «Εχω σπάσει εννιακόσια εκατομμύρια πέτρες στο κεφάλι μου, άντεξα φορτηγό 3,5 τόνων πάνω στο σώμα μου, έχω τραβήξει εκατοντάδες αυτοκίνητα, φορτηγά και τρακτέρ με τα δόντια μου και βέβαια το πλήρωσα ακριβά...» τονίζει και αναφέρεται στα προβλήματα υγείας που σήμερα αντιμετωπίζει. «Εχω σπάσει πλευρά, άνοιξα το κεφάλι μου πάμπολλες φορές και τώρα πληρώνω για τα κατορθώματά μου. Εχω συχνά ζαλάδες, ενώ έχασα και ύψος. Από 1,65 κατέληξα 1,58. Αυτά έχει όμως η ζωή. Το κάθε πράγμα έχει και το τίμημά του...» Τελειώνοντας τη συζήτηση ο Σαμψών ζήτησε ακόμη μία φορά οι αρμόδιοι να του δώσουν μια ελπίδα για το μέλλον. «Αυτή την πενιχρή τιμητική σύνταξη για να ζήσω... Κάποτε ο Παναγής Κουταλιανός πήγαινε κι έδινε λεφτά σε φτωχούς ανθρώπους και στο τέλος πέθανε στην ψάθα... Εγώ δεν έκανα ποτέ λεφτά. Οπως και οι άλλοι που τον ακολουθήσαμε και δεν έχουμε φτάσει ακόμα στο τέλος...»
Τον τελευταίο λαϊκό ήρωα- τον περίφημο Σαμψών ήταν αρκετή για να συγκεντρώσει περισσότερες από 6.000 αιτήσεις χρηστών του διαδικτύου αλλά και εκατοντάδες αναρτήσεις και σχόλια προς το Kράτος προκειμένου το υπουργείο υγείας να ... δώσει τιμητική σύνταξη στον 85χρονο πλέον Σαμψών. «Δεν ζητάω ελεημοσύνη από κανέναν, όμως θεωρώ ότι μια σύνταξη μου αξίζει» λέει ο 85χρονος σήμερα Σαμψών (κατά κόσμον Γιάννης Κεσκιλίδης) που με τα κατορθώματά του μεγάλωσαν πολλές γενιές Ελλήνων. Το παράπονο τον πνίγει και βουρκώνει... Ενα δάκρυ κυλάει στο πρόσωπο του ήρωα, το σκουπίζει βιαστικά και προσθέτει:... «Εχω γυρίσει όλη την Ελλάδα, δεν υπάρχει γωνιά αυτής της χώρας που να μην έχω δώσει παράσταση. Κάποτε όλοι με χειροκροτούσαν και με θεωρούσαν ημίθεο, σαν τον Ηρακλή. Πολιτικοί με πλησίαζαν για να μου σφίξουν το χέρι. Αλλά τώρα που γέρασα με ξέχασαν...» Ανδρώθηκε στους δρόμους, αναδείχθηκε σε πλατείες και εκεί δημιούργησε το μύθο του. Ατσάλινος άνθρωπος που... μασούσε σίδερα, σήκωνε βάρη που ζύγιζαν τόνους, έσπαζε πέτρες πάνω στο σώμα του, τραβούσε με τα δόντια κάρα και αυτοκίνητα, λύγιζε βέργες και τέντωνε σούστες. Στην Ελλάδα των πολέμων, σε μια χώρα που είχε ανάγκη τα θαύματα, ο Σαμψών έγινε υπερ-ήρωας. «Ο Ηρακλής που νικούσε πάντα το θηρίο»! Μόνο που τα χρόνια πέρασαν και σήμερα, αφού έχει σπάσει εκατομμύρια πέτρες στο κεφάλι του και έχει δώσει χιλιάδες παραστάσεις σε κάθε γωνιά της Ελλάδας, ο τελευταίος «Κουταλιανός» της Αθήνας έχει να αντιμετωπίσει μόνο το «θηρίο» της αδιαφορίας της ελληνικής Πολιτείας... Ο Σαμψών, κουρασμένος πια και ταλαιπωρημένος από τους τραυματισμούς που υπέστη κατά τη διάρκεια της επαγγελματικής του πορείας, ζει με τη σύζυγό του σε ένα μικρό σπίτι στη Νέα Ιωνία, συντροφιά με τις χιλιάδες αναμνήσεις του από την πορεία του, αλλά και από τους φίλους του, τον Κουταλιανό, τον Τζίμη, τον Τίγρη, τον Αρμάο. «Εμεινα μόνος μου. Είμαι ο τελευταίος της εποχής μας. Μιας εποχής δύσκολης, αλλά και τόσο γλυκιάς» λέει και τα μάτια του λάμπουν. Θυμάται με συγκίνηση το θέαμα που πρόσφεραν όλοι τους και την αγάπη που εισέπρατταν από τον κόσμο. «Ο κόσμος μας αγκάλιαζε, μας φιλούσε... Και τούτο συμβαίνει και τώρα. Ο κόσμος δεν ξεχνάει. Μόνο η Πολιτεία ξεχνάει» σημείωσε με παράπονο και πρόσθεσε: «Πήγα στον τότε υφυπουργό Αθλητισμού Γιώργο Λιάνη και του μίλησα γι' αυτή την τιμητική σύνταξη. Μου υποσχέθηκε ότι θα την έπαιρνα, αλλά μετά τα πράγματα άλλαξαν. Εφυγε από το υπουργείο πριν προλάβει να το κανονίσει... Επειτα προσπάθησα να συναντήσω τον Γιώργο Ορφανό. Πήγα δύο φορές να τον βρω, αλλά δεν τα κατάφερα... Ηταν σαν να ψάχνω βελόνα στα άχυρα για να βγάλω άκρη...» Κληρονόμησε το χάρισμα της δύναμης από τον παππού του Η ζωή αλλά και η πορεία του πάλαι ποτέ παλαιστή και αθλητή δρόμου μοιάζει με παραμύθι, αλλά όχι με το αναμενόμενο τέλος... Οπως εξιστόρησε ο ίδιος, είχε την ευλογία να κληρονομήσει ένα χάρισμα. «Το χάρισμα της δύναμης, το οποίο πήρα από τον παππού μου, τον Παύλο. Ο παππούς ήταν παλαιστής στη Μικρά Ασία, ενώ ο πατέρας μου είχε ασχοληθεί και αυτός ερασιτεχνικά με την πάλη. Οταν ήμουν μικρό παιδί, κατάλαβα ότι είχα κάτι το ιδιαίτερο, μια δύναμη απίστευτη, που δεν μπορούσα καλά-καλά να τη συνειδητοποιήσω» λέει και προσθέτει: «Θυμάμαι ότι ήμουν δεν ήμουν επτά ετών, όταν έπιασα δουλειά στα κάρβουνα για να ζήσω. Εκεί σήκωνα τα τσουβάλια, λες και ήταν άδεια...» Τα παιδικά του χρόνια ήταν πολύ σκληρά. «Φτώχεια, μεγάλη φτώχεια. Η καημένη η μανούλα μου με θήλαζε μέχρι τα δύο μου χρόνια, καθώς δεν υπήρχε φαγητό για να μου δώσει. Επειτα τριγυρνούσα στην Αθήνα και έψαχνα στους δρόμους να βρω οτιδήποτε τρωγόταν. Ακόμα και λεμονόκουπες. Δούλεψα παντού: σε ανθρακωρυχεία, σε γαλακτοπωλεία, σε σιδεράδικα, όπου έβρισκα... Ηταν δύσκολα χρόνια. Εύχομαι ποτέ να μην ξανάρθουν» αναφέρει φανερά συγκινημένος και συνεχίζει: «Κάποια στιγμή στα 13 μου χρόνια άρχισα την πάλη. Ημουν στον Πειραϊκό Σύλλογο και είχα δάσκαλο τον Χαρίλαο Μοσχίδη. Εκεί κατάλαβα και τη δύναμή μου. Σήκωνα τα ασήκωτα... Σίδερα, πέτρες-ογκόλιθους, αμόνια και άλλα. Ετσι μου κόλλησε και το ψευδώνυμο Σαμψών. Από ένα σημείο και μετά κανείς δεν με ήξερε ως Γιάννη Κεσκιλίδη. Ολοι με ήξεραν και με ξέρουν ως Σαμψών». Ωστόσο η πάλη «ψωμί δεν είχε», όπως σημείωσε χαρακτηριστικά, κι έτσι ο Παναγής Κουταλιανός βρήκε τη λύση και άνοιξε το δρόμο σε όλους. «Ο Παναγής δημιούργησε τα νούμερα. Ξεκίνησε τις παραστάσεις κι εγώ, ο Τζίμης, ο Αρμάος και ο Τίγρης ακολουθήσαμε. Κάναμε περιοδείες σε όλη την Ελλάδα, σε όλα τα χωριά και μαζεύαμε χρήματα για να ζήσουμε τις οικογένειές μας. Προσφέραμε θέαμα και ο κόσμος μας λάτρευε». Μάλιστα με τα χρήματα από τις περιοδείες ο Σαμψών κατάφερε να μεγαλώσει και να σπουδάσει δύο παιδιά. «Ο γιος μου έγινε ακτινολόγος και η κόρη μου μικροβιολόγος» λέει με υπερηφάνεια και με μάτια γεμάτα αγάπη θυμάται τις στιγμές που γυρνούσε από τα χωριά στην Αθήνα κι έμπαινε στο σπίτι του. «Με περίμεναν πώς και πώς για να τα πάρω αγκαλιά. Δόξα τω θεώ, έχω μια πολύ ωραία οικογένεια που πάντα με στηρίζει». Ωστόσο, δεν μπορεί να κρύψει τη μεγάλη του αδυναμία για το αγγελούδι του. «Την εγγονή μου. Τώρα που γέρασα και σταμάτησα τις παραστάσεις παίζω με την εγγονή μου. Είναι η χαρά μου, η ζωή μου» τονίζει και κοιτάζει το ρολόι για να φύγει και να πάει να τη συναντήσει... «Εχω σπάσει 900.000.000 πέτρες στο κεφάλι μου» Στη διάρκεια της πορείας του ο Σαμψών έκανε πράγματα που φαντάζουν απίστευτα για έναν κοινό θνητό! Μέχρι και πριν από δέκα χρόνια, οπότε σταμάτησε τα νούμερα, δεν είχε αφήσει πέτρα για πέτρα. «Εχω σπάσει εννιακόσια εκατομμύρια πέτρες στο κεφάλι μου, άντεξα φορτηγό 3,5 τόνων πάνω στο σώμα μου, έχω τραβήξει εκατοντάδες αυτοκίνητα, φορτηγά και τρακτέρ με τα δόντια μου και βέβαια το πλήρωσα ακριβά...» τονίζει και αναφέρεται στα προβλήματα υγείας που σήμερα αντιμετωπίζει. «Εχω σπάσει πλευρά, άνοιξα το κεφάλι μου πάμπολλες φορές και τώρα πληρώνω για τα κατορθώματά μου. Εχω συχνά ζαλάδες, ενώ έχασα και ύψος. Από 1,65 κατέληξα 1,58. Αυτά έχει όμως η ζωή. Το κάθε πράγμα έχει και το τίμημά του...» Τελειώνοντας τη συζήτηση ο Σαμψών ζήτησε ακόμη μία φορά οι αρμόδιοι να του δώσουν μια ελπίδα για το μέλλον. «Αυτή την πενιχρή τιμητική σύνταξη για να ζήσω... Κάποτε ο Παναγής Κουταλιανός πήγαινε κι έδινε λεφτά σε φτωχούς ανθρώπους και στο τέλος πέθανε στην ψάθα... Εγώ δεν έκανα ποτέ λεφτά. Οπως και οι άλλοι που τον ακολουθήσαμε και δεν έχουμε φτάσει ακόμα στο τέλος...»